συνοκλάσαντας

συνοκλάσαντας
συνοκλάζω
cower and sink down
aor part act masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • συνοκλάζω — Α 1. οκλάζω, κάθομαι στηριζόμενος στα πόδια μου («πρός τὸ πλῆθος τῶν βελῶν συνοκλάσαντας καλύπτεσθαι», Ιωσ.) 2. (για ελέφαντα) γονατίζω συγχρόνως 3. μτφ. ξεπέφτω («ἀπέστη τοῡ φωτός... καὶ πρὸς τὴν ἁμαρτίαν συνώκλασεν», Γρηγ. Νύσσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”